φεσοποιός

φεσοποιός
ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει φέσια, φεσάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φεσοποιός — ο ο κατασκευαστής φεσιών, ο φεσάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φεσοποιείο — το, Ν εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται φέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεσοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φεσοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”